καρποφόροις

καρποφόροις
καρπόφορος
fruit-bearing
masc/fem/neut dat pl
καρποφόρος
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καρποφόροις — Καρποφόροι masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλιάς — ( άδος), η (Α) 1. γυναίκα από τη Δήλο 2. «Δηλιάς θεωρία» πρεσβεία που στελνόταν στις γιορτές τού Απόλλωνος στη Δήλο κάθε τέσσερα χρόνια 3. (σε συνεκφορά με ουδ.) «δηλιάσιν καρποφόροις γυάλοις», Ευρ.) 4. (ως κυρ. όν.) Δηλιάς η ονομασία τού πλοίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”